Translation meaning & definition of the word "adaptability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσαρμοστικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adaptability
[Προσαρμοστικότητα]/ədæptəbɪləti/
noun
1. The ability to change (or be changed) to fit changed circumstances
- synonym:
- adaptability
1. Η δυνατότητα αλλαγής ( αλλάζει) για να ταιριάζει στις μεταβαλλόμενες συνθήκες
- συνώνυμο:
- προσαρμοστικότητα