Translation meaning & definition of the word "adamant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσωπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Adamant
[Αδαμάντης]/ædəmənt/
noun
1. Very hard native crystalline carbon valued as a gem
- synonym:
- diamond ,
- adamant
1. Πολύ σκληρός εγγενής κρυστάλλινος άνθρακας που αποτιμάται ως κόσμημα
- συνώνυμο:
- διαμάντι ,
- προσαρμοστικόσ
adjective
1. Impervious to pleas, persuasion, requests, reason
- "He is adamant in his refusal to change his mind"
- "Cynthia was inexorable
- She would have none of him"- w.churchill
- "An intransigent conservative opposed to every liberal tendency"
- synonym:
- adamant ,
- adamantine ,
- inexorable ,
- intransigent
1. Αδιαπέραστος από τις ευχαριστίες, την πειθώ, τα αιτήματα, τη λογική
- "Είναι ανένδοτος στην άρνησή του να αλλάξει γνώμη"
- "Η κυνθία ήταν αμείλικτη
- Δεν θα είχε κανέναν από αυτόν" - γ. εκκλησίλ
- "Ένας αδιάλλακτος συντηρητικός αντιτίθεται σε κάθε φιλελεύθερη τάση"
- συνώνυμο:
- προσαρμοστικόσ ,
- αδαμαντίνη ,
- αμείλικτοσ ,
- αδιάλλακτοσ