Translation meaning & definition of the word "acutely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οξεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acutely
[Οξεία]/əkjutli/
adverb
1. In an acute manner
- "She pitied her sister acutely"
- "Acutely aware"
- synonym:
- acutely
1. Με οξύ τρόπο
- "Λυπήθηκε έντονα την αδελφή της"
- "Ξεκάθαρα ενήμερο"
- συνώνυμο:
- έντονα
2. Having a rapid onset
- "An acutely debilitating virus"
- synonym:
- acutely
2. Έχοντας μια ταχεία έναρξη
- "Ένας οξεία εξουθενωτικός ιός"
- συνώνυμο:
- έντονα
3. Changing suddenly in direction and degree
- "The road twists sharply after the light"
- "Turn sharp left here"
- "The visor was acutely peaked"
- "Her shoes had acutely pointed toes"
- synonym:
- sharply ,
- sharp ,
- acutely
3. Αλλάζοντας ξαφνικά στην κατεύθυνση και το βαθμό
- "Ο δρόμος στρέφεται απότομα μετά το φως"
- "Στρίψτε αριστερά εδώ"
- "Το γείσο ήταν έντονα κορυφωμένο"
- "Τα παπούτσια της είχαν έντονα δεμένα δάχτυλα"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- αιχμηρός ,
- έντονα
4. In a shrewd manner
- "He invested his fortune astutely"
- "He was acutely insightful"
- synonym:
- astutely ,
- shrewdly ,
- sagaciously ,
- sapiently ,
- acutely
4. Με πολύ πιο περίεργο τρόπο
- "Επένδυσε την περιουσία του έξυπνα"
- "Ήταν πολύ διορατικός"
- συνώνυμο:
- έξυπνα ,
- απερίσκεπτα ,
- επιεικώσ ,
- έντονα