Translation meaning & definition of the word "acumen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουμέν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acumen
[Ακούμ]/əkjumən/
noun
1. A tapering point
- synonym:
- acumen
1. Ένα μικρότερο σημείο
- συνώνυμο:
- ακουστική
2. Shrewdness shown by keen insight
- synonym:
- insightfulness ,
- acumen
2. Η εξυπνάδα που επιδεικνύεται από έντονη διορατικότητα
- συνώνυμο:
- διορατικότητα ,
- ακουστική