Translation meaning & definition of the word "actuality" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Actuality
[Πραγματικότητα]/ækʧuæləti/
noun
1. The state of actually existing objectively
- "A hope that progressed from possibility to actuality"
- synonym:
- actuality
1. Η κατάσταση της πραγματικής ύπαρξης αντικειμενικά
- "Μια ελπίδα που προχώρησε από τη δυνατότητα στην πραγματικότητα"
- συνώνυμο:
- πραγματικότητα