Translation meaning & definition of the word "activist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακτινοβολία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Activist
[Ακτιβιστής]/æktəvəst/
noun
1. A militant reformer
- synonym:
- militant ,
- activist
1. Ένας μαχητικός μεταρρυθμιστής
- συνώνυμο:
- μαχητής ,
- ακτιβιστής
adjective
1. Advocating or engaged in activism
- synonym:
- activist ,
- activistic
1. Υποστήριξη ή ασχολία με τον ακτιβισμό
- συνώνυμο:
- ακτιβιστής ,
- ακτιβιστικόσ