Translation meaning & definition of the word "active" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενεργό" στην ελληνική γλώσσα
Active
[Ενεργός]noun
1. Chemical agent capable of activity
- synonym:
- active agent ,
- active
1. Χημικός παράγοντας ικανός για δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- ενεργός πράκτορας ,
- ενεργός
2. The voice used to indicate that the grammatical subject of the verb is performing the action or causing the happening denoted by the verb
- "`the boy threw the ball' uses the active voice"
- synonym:
- active voice ,
- active
2. Η φωνή που χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι το γραμματικό θέμα του ρήματος εκτελεί τη δράση ή προκαλεί το συμβάν που υποδηλώνει
- "Το αγόρι πέταξε την μπάλα χρησιμοποιεί την ενεργή φωνή"
- συνώνυμο:
- ενεργή φωνή ,
- ενεργός
3. A person who is a participating member of an organization
- "The club issues a list of members, both the actives and the retirees"
- synonym:
- active
3. Ένα άτομο που είναι συμμετέχον μέλος ενός οργανισμού
- "Ο σύλλογος εκδίδει έναν κατάλογο μελών, τόσο των ενεργών όσο και των συνταξιούχων"
- συνώνυμο:
- ενεργός
adjective
1. Tending to become more severe or wider in scope
- "Active tuberculosis"
- synonym:
- active
1. Τείνουν να γίνουν πιο σοβαρές ή ευρύτερες στο πεδίο εφαρμογής
- "Ενεργή φυματίωση"
- συνώνυμο:
- ενεργός
2. Engaged in or ready for military or naval operations
- "On active duty"
- "The platoon is combat-ready"
- "Review the fighting forces"
- synonym:
- active ,
- combat-ready ,
- fighting(a)
2. Εμπλακεί ή είναι έτοιμη για στρατιωτικές ή ναυτικές επιχειρήσεις
- "Ενεργό καθήκον"
- "Η διμοιρία είναι έτοιμη για μάχη"
- "Επανεξέταση των μαχητικών δυνάμεων"
- συνώνυμο:
- ενεργός ,
- έτοιμος για μάχη ,
- μάχ(
3. Disposed to take action or effectuate change
- "A director who takes an active interest in corporate operations"
- "An active antagonism"
- "He was active in drawing attention to their grievances"
- synonym:
- active
3. Είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν δράση ή να πραγματοποιήσουν την αλλαγή
- "Ένας διευθυντής που ενδιαφέρεται ενεργά για εταιρικές δραστηριότητες"
- "Ενεργός ανταγωνισμός"
- "Ήταν ενεργός στο να εφιστά την προσοχή στα παράπονά τους"
- συνώνυμο:
- ενεργός
4. Taking part in an activity
- "An active member of the club"
- "He was politically active"
- "The participating organizations"
- synonym:
- active ,
- participating
4. Συμμετοχή σε μια δραστηριότητα
- "Ενεργό μέλος του συλλόγου"
- "Ήταν πολιτικά ενεργός"
- "Οι συμμετέχοντες οργανισμοί"
- συνώνυμο:
- ενεργός ,
- συμμετέχοντας
5. Characterized by energetic activity
- "An active toddler"
- "Active as a gazelle"
- "An active man is a man of action"
- synonym:
- active
5. Χαρακτηρίζεται από ενεργητική δραστηριότητα
- "Ενεργό μικρό παιδί"
- "Ενεργό ως γαζέλα"
- "Ένας ενεργός άνθρωπος είναι άνθρωπος της δράσης"
- συνώνυμο:
- ενεργός
6. Exerting influence or producing a change or effect
- "An active ingredient"
- synonym:
- active
6. Ασκεί επιρροή ή παράγει αλλαγή ή αποτέλεσμα
- "Ενεργό συστατικό"
- συνώνυμο:
- ενεργός
7. Full of activity or engaged in continuous activity
- "An active seaport"
- "An active bond market"
- "An active account"
- synonym:
- active
7. Γεμάτο δραστηριότητα ή ασχολούνται με συνεχή δραστηριότητα
- "Ενεργό λιμάνι"
- "Ενεργή αγορά ομολόγων"
- "Ενεργός λογαριασμός"
- συνώνυμο:
- ενεργός
8. In operation
- "Keep hope alive"
- "The tradition was still alive"
- "An active tradition"
- synonym:
- active ,
- alive(p)
8. Σε λειτουργία
- "Κρατήστε την ελπίδα ζωντανή"
- "Η παράδοση ήταν ακόμα ζωντανή"
- "Ενεργή παράδοση"
- συνώνυμο:
- ενεργός ,
- ζωντανός()<TAG1>
9. (of the sun) characterized by an increased occurrence of sunspots and flares and radio emissions
- synonym:
- active
9. ( του ηλιο) χαρακτηρίζεται από αυξημένη εμφάνιση ηλιακών κηλίδων και εκλάμψεων και ραδιοεκπομπών
- συνώνυμο:
- ενεργός
10. Expressing that the subject of the sentence has the semantic function of actor: "hemingway favors active constructions"
- synonym:
- active
10. Εκφράζοντας ότι το θέμα της πρότασης έχει τη σημασιολογική λειτουργία του ηθοποιού: "ο σμίνγκγουεϊ ευνοεί τις ενεργές κατασκευές"
- συνώνυμο:
- ενεργός
11. (used of verbs (e.g. `to run') and participial adjectives (e.g. `running' in `running water')) expressing action rather than a state of being
- synonym:
- active ,
- dynamic
11. (χρησιμοποιείται από τα ρήματα (ε.π. `για να τρέξει') και συμμετοχικά επίθετα π.χ. `τρέχει'' σε `τρεχούμενη υδατο-( εκφραστική δράση
- συνώνυμο:
- ενεργός ,
- δυναμική
12. (of e.g. volcanos) capable of erupting
- synonym:
- active
12. ( π.χ. ηφαιστειογ) ικανό να εκραγεί
- συνώνυμο:
- ενεργός
13. (of e.g. volcanos) erupting or liable to erupt
- "Active volcanos"
- synonym:
- active
13. ( π.χ. ηφαιστειογ) εκρήγνυται ή υπόκειται σε έκρηξη
- "Ενεργά ηφαίστεια"
- συνώνυμο:
- ενεργός
14. Engaged in full-time work
- "Active duty"
- "Though past retirement age he is still active in his profession"
- synonym:
- active
14. Ασχολείται με την πλήρη απασχόληση
- "Ενεργό καθήκον"
- "Αν και μετά την ηλικία συνταξιοδότησης εξακολουθεί να είναι ενεργός στο επάγγελμά του"
- συνώνυμο:
- ενεργός