Translation meaning & definition of the word "activation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενεργοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Activation
[Ενεργοποίηση]/æktəveʃən/
noun
1. Stimulation of activity in an organism or chemical
- synonym:
- activation
1. Τόνωση της δραστηριότητας σε έναν οργανισμό ή χημική ουσία
- συνώνυμο:
- ενεργοποίηση
2. The activity of causing to have energy and be active
- synonym:
- energizing ,
- activating ,
- activation
2. Η δραστηριότητα της πρόκλησης ενέργειας και της δραστηριότητας
- συνώνυμο:
- ενεργοποίηση
3. Making active and effective (as a bomb)
- synonym:
- activation
3. Καθιστώντας ενεργό και αποτελεσματικό (ας μια βόμβα)
- συνώνυμο:
- ενεργοποίηση