Translation meaning & definition of the word "activate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενεργοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Activate
[Ενεργοποιώ]/æktəvet/
verb
1. Put in motion or move to act
- "Trigger a reaction"
- "Actuate the circuits"
- synonym:
- trip ,
- actuate ,
- trigger ,
- activate ,
- set off ,
- spark off ,
- spark ,
- trigger off ,
- touch off
1. Βάλτε σε κίνηση ή να προχωρήσουμε σε δράση
- "Αναζωογονήστε μια αντίδραση"
- "Ενεργοποιήστε τα κυκλώματα"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- ενεργώ ,
- σκανδάλη ,
- ενεργοποιώ ,
- ξεκινώ ,
- πυροδοτώ ,
- σπινθήρασ ,
- εκπέμπω ,
- αγγίζω
2. Make active or more active
- "Activate an old file"
- synonym:
- activate
2. Κάντε ενεργό ή πιο ενεργό
- "Ενεργοποιήστε ένα παλιό αρχείο"
- συνώνυμο:
- ενεργοποιώ
3. Make more adsorptive
- "Activate a metal"
- synonym:
- activate
3. Κάντε πιο προσροφητικό
- "Ενεργοποιήστε ένα μέταλλο"
- συνώνυμο:
- ενεργοποιώ
4. Aerate (sewage) so as to favor the growth of organisms that decompose organic matter
- synonym:
- activate ,
- aerate
4. Αερίστε (σευαγε) για να ευνοήσετε την ανάπτυξη οργανισμών που αποσυνθέτουν την οργανική ύλη
- συνώνυμο:
- ενεργοποιώ ,
- αερίζω
5. Make (substances) radioactive
- synonym:
- activate
5. Κάντε ( ουσίες) ραδιενεργό
- συνώνυμο:
- ενεργοποιώ