Translation meaning & definition of the word "action" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δράση" στην ελληνική γλώσσα
Action
[Δράση]noun
1. Something done (usually as opposed to something said)
- "There were stories of murders and other unnatural actions"
- synonym:
- action
1. Κάτι γίνεται (συνήθως σε αντίθεση με κάτι που λέγεται)
- "Υπήρχαν ιστορίες δολοφονιών και άλλων αφύσικων ενεργειών"
- συνώνυμο:
- δράση
2. The state of being active
- "His sphere of activity"
- "He is out of action"
- synonym:
- action ,
- activity ,
- activeness
2. Η κατάσταση του να είσαι ενεργός
- "Η σφαίρα δραστηριότητάς του"
- "Είναι εκτός δράσης"
- συνώνυμο:
- δράση ,
- δραστηριότητα ,
- ενεργοποίηση
3. A military engagement
- "He saw action in korea"
- synonym:
- military action ,
- action
3. Στρατιωτική εμπλοκή
- "Είδε δράση στην κορέα"
- συνώνυμο:
- στρατιωτική δράση ,
- δράση
4. A process existing in or produced by nature (rather than by the intent of human beings)
- "The action of natural forces"
- "Volcanic activity"
- synonym:
- natural process ,
- natural action ,
- action ,
- activity
4. Μια διαδικασία που υπάρχει ή παράγεται από τη φύση (ανθρώπων παρά από την πρόθεση των ανθρώπων)
- "Η δράση των φυσικών δυνάμεων"
- "Ηφαιστειακή δραστηριότητα"
- συνώνυμο:
- φυσική διαδικασία ,
- φυσική δράση ,
- δράση ,
- δραστηριότητα
5. The series of events that form a plot
- "His novels always have a lot of action"
- synonym:
- action
5. Η σειρά των γεγονότων που σχηματίζουν μια πλοκή
- "Τα μυθιστορήματά του έχουν πάντα πολλή δράση"
- συνώνυμο:
- δράση
6. The trait of being active and energetic and forceful
- "A man of action"
- synonym:
- action
6. Το χαρακτηριστικό του να είσαι ενεργός, ενεργητικός και δυναμικός
- "Ένας άνθρωπος της δράσης"
- συνώνυμο:
- δράση
7. The operating part that transmits power to a mechanism
- "The piano had a very stiff action"
- synonym:
- action ,
- action mechanism
7. Το λειτουργικό τμήμα που μεταδίδει τη δύναμη σε έναν μηχανισμό
- "Το πιάνο είχε μια πολύ σκληρή δράση"
- συνώνυμο:
- δράση ,
- μηχανισμός δράσης
8. A judicial proceeding brought by one party against another
- One party prosecutes another for a wrong done or for protection of a right or for prevention of a wrong
- synonym:
- legal action ,
- action ,
- action at law
8. Δικαστική διαδικασία που προωθείται από ένα μέρος εναντίον άλλου
- Ένα μέρος διώκει ένα άλλο για λάθος πράξη ή για την προστασία ενός δικαιώματος ή για την πρόληψη ενός λάθους
- συνώνυμο:
- νομική δράση ,
- δράση ,
- δράση στο νόμο
9. An act by a government body or supranational organization
- "Recent federal action undermined the segregationist position"
- "The united nations must have the power to propose and organize action without being hobbled by irrelevant issues"
- "The union action of emancipating southern slaves"
- synonym:
- action
9. Μια πράξη από ένα κυβερνητικό όργανο ή υπερεθνικό οργανισμό
- "Η πρωτοποριακή ομοσπονδιακή δράση υπονόμευσε την απομονωτική θέση"
- "Τα ηνωμένα έθνη πρέπει να έχουν την εξουσία να προτείνουν και να οργανώνουν δράση χωρίς να πλημμυρίζονται από άσχετα ζητήματα"
- "Η δράση της ένωσης για την απελευθέρωση των σκλάβων του νότου"
- συνώνυμο:
- δράση
10. The most important or interesting work or activity in a specific area or field
- "The action is no longer in technology stocks but in municipal bonds"
- "Gawkers always try to get as close to the action as possible"
- synonym:
- action
10. Το πιο σημαντικό ή ενδιαφέρον έργο ή δραστηριότητα σε μια συγκεκριμένη περιοχή ή πεδίο
- "Η δράση δεν είναι πλέον στα αποθέματα τεχνολογίας αλλά στα δημοτικά ομόλογα"
- "Οι μεσίτες προσπαθούν πάντα να πλησιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη δράση"
- συνώνυμο:
- δράση
verb
1. Institute legal proceedings against
- File a suit against
- "He was warned that the district attorney would process him"
- "She actioned the company for discrimination"
- synonym:
- action ,
- sue ,
- litigate ,
- process
1. Νομικές διαδικασίες κατά
- Αρχειοθετώ ένα κοστούμι
- "Προειδοποιήθηκε ότι ο δικηγόρος της περιφέρειας θα τον επεξεργαστεί"
- "Ενήργησε στην εταιρεία για διακρίσεις"
- συνώνυμο:
- δράση ,
- μήνυση ,
- δικαιώνω ,
- διαδικασία
2. Put in effect
- "Carry out a task"
- "Execute the decision of the people"
- "He actioned the operation"
- synonym:
- carry through ,
- accomplish ,
- execute ,
- carry out ,
- action ,
- fulfill ,
- fulfil
2. Θέτω σε ισχύ
- "Εκτελέστε μια εργασία"
- "Εκτελέστε την απόφαση του λαού"
- "Ενήργησε την επιχείρηση"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- επιτυγχάνω ,
- εκτελώ ,
- δράση ,
- εκπληρώ ,
- εκπληρώνω