Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "act" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πράξη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Act

[Πράξη]
/ækt/

noun

1. A legal document codifying the result of deliberations of a committee or society or legislative body

    synonym:
  • act
  • ,
  • enactment

1. Ένα νομικό έγγραφο που κωδικοποιεί το αποτέλεσμα των συζητήσεων μιας επιτροπής ή μιας κοινωνίας ή ενός νομοθετικού σώματος

    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • εφαρμογή

2. Something that people do or cause to happen

    synonym:
  • act
  • ,
  • deed
  • ,
  • human action
  • ,
  • human activity

2. Κάτι που κάνουν ή προκαλούν οι άνθρωποι

    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • ανθρώπινη δράση
  • ,
  • ανθρώπινη δραστηριότητα

3. A subdivision of a play or opera or ballet

    synonym:
  • act

3. Μια υποδιαίρεση ενός έργου ή όπερας ή μπαλέτου

    συνώνυμο:
  • πράξη

4. A short theatrical performance that is part of a longer program

  • "He did his act three times every evening"
  • "She had a catchy little routine"
  • "It was one of the best numbers he ever did"
    synonym:
  • act
  • ,
  • routine
  • ,
  • number
  • ,
  • turn
  • ,
  • bit

4. Μια σύντομη θεατρική παράσταση που αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου προγράμματος

  • "Έκανε την πράξη του τρεις φορές κάθε βράδυ"
  • "Είχε μια μικρή ρουτίνα"
  • "Ήταν ένας από τους καλύτερους αριθμούς που έκανε ποτέ"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • ρουτίνα
  • ,
  • αριθμός
  • ,
  • στρέφω
  • ,
  • λίγο

5. A manifestation of insincerity

  • "He put on quite an act for her benefit"
    synonym:
  • act

5. Μια εκδήλωση ανειλικρίνειας

  • "Έβαλε αρκετή πράξη προς όφελός της"
    συνώνυμο:
  • πράξη

verb

1. Perform an action, or work out or perform (an action)

  • "Think before you act"
  • "We must move quickly"
  • "The governor should act on the new energy bill"
  • "The nanny acted quickly by grabbing the toddler and covering him with a wet towel"
    synonym:
  • act
  • ,
  • move

1. Εκτελέστε μια ενέργεια, ή να επεξεργαστείτε ή να εκτελέσετε (ανά δράση)

  • "Σκεφτείτε πριν ενεργήσετε"
  • "Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα"
  • "Ο κυβερνήτης θα πρέπει να ενεργήσει για το νέο νομοσχέδιο για την ενέργεια"
  • "Η νταντά ενήργησε γρήγορα αρπάζοντας το μικρό παιδί και καλύπτοντάς το με μια υγρή πετσέτα"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • κινώ

2. Behave in a certain manner

  • Show a certain behavior
  • Conduct or comport oneself
  • "You should act like an adult"
  • "Don't behave like a fool"
  • "What makes her do this way?"
  • "The dog acts ferocious, but he is really afraid of people"
    synonym:
  • act
  • ,
  • behave
  • ,
  • do

2. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • Δείξτε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά
  • Συμπεριφορά ή συμπαραγωγή του εαυτού
  • "Πρέπει να ενεργείς σαν ενήλικας"
  • "Μη συμπεριφέρεσαι σαν ανόητος"
  • "Τι την κάνει να κάνει έτσι?"
  • "Ο σκύλος ενεργεί άγρια, αλλά φοβάται πραγματικά τους ανθρώπους"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • συμπεριφέρομαι
  • ,
  • κάνω

3. Play a role or part

  • "Gielgud played hamlet"
  • "She wants to act lady macbeth, but she is too young for the role"
  • "She played the servant to her husband's master"
    synonym:
  • act
  • ,
  • play
  • ,
  • represent

3. Παίξτε ρόλο ή ρόλο

  • "Ο γκιέλγκουντ έπαιζε άμλετ"
  • "Θέλει να ενεργήσει με τη λαίδη μάκβεθ, αλλά είναι πολύ νέα για το ρόλο"
  • "Έπαιζε την υπηρέτρια στον αφέντη του συζύγου της"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • αντιπροσωπεύω

4. Discharge one's duties

  • "She acts as the chair"
  • "In what capacity are you acting?"
    synonym:
  • act

4. Απαλλαγή των καθηκόντων κάποιου

  • "Ενεργεί ως καρέκλα"
  • "Με ποια ιδιότητα ενεργείτε?"
    συνώνυμο:
  • πράξη

5. Pretend to have certain qualities or state of mind

  • "He acted the idiot"
  • "She plays deaf when the news are bad"
    synonym:
  • act
  • ,
  • play
  • ,
  • act as

5. Προσποιηθείτε ότι έχετε ορισμένες ιδιότητες ή κατάσταση του μυαλού

  • "Έπαιξε τον ηλίθιο"
  • "Παίζει κουφός όταν οι ειδήσεις είναι κακές"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • ενεργώ ως

6. Be suitable for theatrical performance

  • "This scene acts well"
    synonym:
  • act

6. Να είστε κατάλληλοι για θεατρική παράσταση

  • "Η σκηνή λειτουργεί καλά"
    συνώνυμο:
  • πράξη

7. Have an effect or outcome

  • Often the one desired or expected
  • "The voting process doesn't work as well as people thought"
  • "How does your idea work in practice?"
  • "This method doesn't work"
  • "The breaks of my new car act quickly"
  • "The medicine works only if you take it with a lot of water"
    synonym:
  • work
  • ,
  • act

7. Έχετε αποτέλεσμα ή αποτέλεσμα

  • Συχνά το επιθυμητό ή το αναμενόμενο
  • "Η διαδικασία της ψηφοφορίας δεν λειτουργεί τόσο καλά όσο σκέφτονταν οι άνθρωποι"
  • "Πώς λειτουργεί η ιδέα σας στην πράξη?"
  • "Αυτή η μέθοδος δεν λειτουργεί"
  • "Τα διαλείμματα του νέου μου αυτοκινήτου δρουν γρήγορα"
  • "Το φάρμακο λειτουργεί μόνο εάν το παίρνετε με πολύ νερό"
    συνώνυμο:
  • εργασία
  • ,
  • πράξη

8. Be engaged in an activity, often for no particular purpose other than pleasure

    synonym:
  • act

8. Να συμμετέχετε σε μια δραστηριότητα, συχνά χωρίς συγκεκριμένο σκοπό εκτός από την ευχαρίστηση

    συνώνυμο:
  • πράξη

9. Behave unnaturally or affectedly

  • "She's just acting"
    synonym:
  • dissemble
  • ,
  • pretend
  • ,
  • act

9. Συμπεριφερθείτε αφύσικα ή επηρεασμένα

  • "Απλά ενεργεί"
    συνώνυμο:
  • αποσυναρμολογώ
  • ,
  • προσποιούμαι
  • ,
  • πράξη

10. Perform on a stage or theater

  • "She acts in this play"
  • "He acted in `julius caesar'"
  • "I played in `a christmas carol'"
    synonym:
  • act
  • ,
  • play
  • ,
  • roleplay
  • ,
  • playact

10. Εκτελέστε σε μια σκηνή ή θέατρο

  • "Ενεργεί σε αυτό το παιχνίδι"
  • "Ενήργησε στον `ιούλιο καίσαρα'"
  • "Έπαιξα στο `ένα χριστουγεννιάτικο κάρολο'"
    συνώνυμο:
  • πράξη
  • ,
  • παίζω
  • ,
  • παιχνίδι ρόλων
  • ,
  • παιγνίδι

Examples of using

This is the third scene of the second act.
Αυτή είναι η τρίτη σκηνή της δεύτερης πράξης.
Tom doesn't act like the typical college professor.
Ο Τομ δεν συμπεριφέρεται σαν τυπικός καθηγητής κολεγίου.
It's dangerous to perform this acrobatic act without a safety net.
Είναι επικίνδυνο να εκτελέσετε αυτή την ακροβατική πράξη χωρίς δίχτυ ασφαλείας.