Translation meaning & definition of the word "acrylic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρυλικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acrylic
[Ακρυλικό]/əkrɪlɪk/
noun
1. Polymerized from acrylonitrile
- synonym:
- acrylic fiber ,
- acrylic
1. Πολυμερισμένο από ακρυλονιτρίλιο
- συνώνυμο:
- ακρυλική ίνα ,
- ακρυλικός
2. A glassy thermoplastic
- Can be cast and molded or used in coatings and adhesives
- synonym:
- acrylic ,
- acrylic resin ,
- acrylate resin
2. Ένα υαλώδες θερμοπλαστικό
- Μπορέστε να χυτευθείτε και να χυτευθείτε ή να χρησιμοποιηθείτε στα επιστρώματα και τις κόλλες
- συνώνυμο:
- ακρυλικός ,
- ακρυλική ρητίνη ,
- ρητίνη ακρυλικού
3. Used especially by artists
- synonym:
- acrylic ,
- acrylic paint
3. Χρησιμοποιείται ειδικά από καλλιτέχνες
- συνώνυμο:
- ακρυλικός ,
- ακρυλικό χρώμα
4. A synthetic fabric
- synonym:
- acrylic
4. Ένα συνθετικό ύφασμα
- συνώνυμο:
- ακρυλικός