Translation meaning & definition of the word "acrobatics" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακροβατικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acrobatics
[Ακροβατικά]/ækrəbætɪks/
noun
1. The gymnastic moves of an acrobat
- synonym:
- acrobatics ,
- tumbling
1. Οι γυμναστικές κινήσεις ενός ακροβάτη
- συνώνυμο:
- ακροβατικά ,
- πέφτοντασ
2. The performance of stunts while in flight in an aircraft
- synonym:
- acrobatics ,
- aerobatics ,
- stunting ,
- stunt flying
2. Η απόδοση των ακροβατικών κατά την πτήση σε ένα αεροσκάφος
- συνώνυμο:
- ακροβατικά ,
- αεροβατικά ,
- ακροβατικόσ ,
- πετώντας ακροβατικά