Translation meaning & definition of the word "acrobatic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακροβατικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acrobatic
[Ακροβατικόσ]/ækrəbætɪk/
adjective
1. Vigorously active
- "An acrobatic dance"
- "An athletic child"
- "Athletic playing"
- "Gymnastic exercises"
- synonym:
- acrobatic ,
- athletic ,
- gymnastic
1. Έντονα ενεργός
- "Ακροβατικός χορός"
- "Ένα αθλητικό παιδί"
- "Αθλητικό παιχνίδι"
- "Γυμναστικές ασκήσεις"
- συνώνυμο:
- ακροβατικόσ ,
- αθλητικός ,
- γυμναστικόσ
Examples of using
It's dangerous to perform this acrobatic act without a safety net.
Είναι επικίνδυνο να εκτελέσετε αυτή την ακροβατική πράξη χωρίς δίχτυ ασφαλείας.