Translation meaning & definition of the word "acrid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οξύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acrid
[Άκριδα]/ækrɪd/
adjective
1. Strong and sharp
- "The pungent taste of radishes"
- "The acrid smell of burning rubber"
- synonym:
- pungent ,
- acrid
1. Ισχυρός και αιχμηρός
- "Η πικάντικη γεύση των ραπανιών"
- "Η απότομη μυρωδιά του καψίματος του καουτσούκ"
- συνώνυμο:
- πικάντικη ,
- άκτη
2. Harsh or corrosive in tone
- "An acerbic tone piercing otherwise flowery prose"
- "A barrage of acid comments"
- "Her acrid remarks make her many enemies"
- "Bitter words"
- "Blistering criticism"
- "Caustic jokes about political assassination, talk-show hosts and medical ethics"
- "A sulfurous denunciation"
- "A vitriolic critique"
- synonym:
- acerb ,
- acerbic ,
- acid ,
- acrid ,
- bitter ,
- blistering ,
- caustic ,
- sulfurous ,
- sulphurous ,
- virulent ,
- vitriolic
2. Σκληρός ή διαβρωτικός στον τόνο
- "Ένας ακερβικός τόνος που τρυπά διαφορετικά την ανθισμένη πρόζα"
- "Ένα φράγμα όξινων σχολίων"
- "Οι απότομες παρατηρήσεις της την κάνουν πολλούς εχθρούς"
- "Πικρή λέξεις"
- "Αποτυχημένη κριτική"
- "Καυστικά αστεία για την πολιτική δολοφονία, τους οικοδεσπότες ομιλίας και την ιατρική ηθική"
- "Θειακή καταγγελία"
- "Βιτριόλικη κριτική"
- συνώνυμο:
- ακάρεοσ ,
- ασερβικό ,
- οξύ ,
- άκτη ,
- πικρό ,
- φουσκάλεσ ,
- καυστική ,
- θειώδησ ,
- αρρενωπόσ ,
- βιτριόλιο