Translation meaning & definition of the word "acreage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acreage
[Απόσταση]/ekərɪʤ/
noun
1. An area of ground used for some particular purpose (such as building or farming)
- "He wanted some acreage to build on"
- synonym:
- acreage ,
- land area
1. Μια περιοχή εδάφους που χρησιμοποιείται για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό (όπως το κτίριο ή η καλλιέργεια)
- "Θέλησε κάποια έκταση για να χτίσει πάνω"
- συνώνυμο:
- εκτάσεισ ,
- χερσαία περιοχή