Translation meaning & definition of the word "acre" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στρες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acre
[Άκρη]/ekər/
noun
1. A unit of area (4840 square yards) used in english-speaking countries
- synonym:
- acre
1. Μια μονάδα επιφάνειας (4840 τετραγωνικών υάρδ) που χρησιμοποιείται σε αγγλόφωνες χώρες
- συνώνυμο:
- στρέμμα
2. A territory of western brazil bordering on bolivia and peru
- synonym:
- Acre
2. Μια περιοχή της δυτικής βραζιλίας που συνορεύει με τη βολιβία και το περού
- συνώνυμο:
- Άκρη
3. A town and port in northwestern israel in the eastern mediterranean
- synonym:
- Acre ,
- Akko ,
- Akka ,
- Accho
3. Πόλη και λιμάνι στο βορειοδυτικό ισραήλ στην ανατολική μεσόγειο
- συνώνυμο:
- Άκρη ,
- Ακκό ,
- Ακκά ,
- Άτσο