Translation meaning & definition of the word "acquit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάκτηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acquit
[Απόκτηση]/əkwɪt/
verb
1. Pronounce not guilty of criminal charges
- "The suspect was cleared of the murder charges"
- synonym:
- acquit ,
- assoil ,
- clear ,
- discharge ,
- exonerate ,
- exculpate
1. Καταγγελία μη ένοχη για ποινικές διώξεις
- "Ο ύποπτος εκκαθαρίστηκε από τις κατηγορίες για δολοφονία"
- συνώνυμο:
- αθωώνω ,
- ασόδεν ,
- σαφής ,
- απαλλαγή ,
- απαλλάσσω ,
- απεκκρίνω
2. Behave in a certain manner
- "She carried herself well"
- "He bore himself with dignity"
- "They conducted themselves well during these difficult times"
- synonym:
- behave ,
- acquit ,
- bear ,
- deport ,
- conduct ,
- comport ,
- carry
2. Συμπεριφερθείτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Έφερε τον εαυτό της καλά"
- "Βαρέθηκε με αξιοπρέπεια"
- "Διευθύνθηκαν καλά σε αυτές τις δύσκολες στιγμές"
- συνώνυμο:
- συμπεριφέρομαι ,
- αθωώνω ,
- αρκούδα ,
- απέλαση ,
- διεξάγω ,
- συμπληρώνω ,
- μεταφέρω