Translation meaning & definition of the word "acoustic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακουστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acoustic
[Ακουστική]/əkustɪk/
noun
1. A remedy for hearing loss or deafness
- synonym:
- acoustic
1. Ένα φάρμακο για την απώλεια ακοής ή κώφωση
- συνώνυμο:
- ακουστικός
adjective
1. Of or relating to the science of acoustics
- "Acoustic properties of a hall"
- synonym:
- acoustic ,
- acoustical
1. Από ή σχετίζονται με την επιστήμη της ακουστικής
- "Ακουστικές ιδιότητες μιας αίθουσας"
- συνώνυμο:
- ακουστικός ,
- ακουστική
Examples of using
An electric guitar doesn't sound the same as an acoustic one.
Μια ηλεκτρική κιθάρα δεν ακούγεται το ίδιο με μια ακουστική.