Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "acme" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακμή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Acme

[Ακμά]
/ækmi/

noun

1. The highest level or degree attainable

  • The highest stage of development
  • "His landscapes were deemed the acme of beauty"
  • "The artist's gifts are at their acme"
  • "At the height of her career"
  • "The peak of perfection"
  • "Summer was at its peak"
  • "...catapulted einstein to the pinnacle of fame"
  • "The summit of his ambition"
  • "So many highest superlatives achieved by man"
  • "At the top of his profession"
    synonym:
  • acme
  • ,
  • height
  • ,
  • elevation
  • ,
  • peak
  • ,
  • pinnacle
  • ,
  • summit
  • ,
  • superlative
  • ,
  • meridian
  • ,
  • tiptop
  • ,
  • top

1. Το υψηλότερο επίπεδο ή βαθμός εφικτό

  • Το υψηλότερο στάδιο ανάπτυξης
  • "Τα τοπία του θεωρούνταν η ακμή της ομορφιάς"
  • "Τα δώρα του καλλιτέχνη είναι στην ακμή τους"
  • "Στο απόγειο της καριέρας της"
  • "Η κορυφή της τελειότητας"
  • "Το καλοκαίρι ήταν στο αποκορύφωμά του"
  • "...κατάπληξε τον αϊνστάιν στο αποκορύφωμα της φήμης"
  • "Η σύνοδος κορυφής της φιλοδοξίας του"
  • "Τόσα υψηλότερα υπερρεαλιστικά που επιτυγχάνονται από τον άνθρωπο"
  • "Στην κορυφή του επαγγέλματός του"
    συνώνυμο:
  • ακμή
  • ,
  • ύψος
  • ,
  • υψόμετρο
  • ,
  • κορυφή
  • ,
  • αποκορύφωμα
  • ,
  • σύνοδος κορυφής
  • ,
  • υπερθετικόσ
  • ,
  • μεσημβρινός
  • ,
  • πτώση

2. The highest point (of something)

  • "At the peak of the pyramid"
    synonym:
  • vertex
  • ,
  • peak
  • ,
  • apex
  • ,
  • acme

2. Το υψηλότερο σημείο ( κάτι)

  • "Στην κορυφή της πυραμίδας"
    συνώνυμο:
  • κορυφή
  • ,
  • άπεξ
  • ,
  • ακμή