Translation meaning & definition of the word "aching" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δασκαλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Aching
[Κνησμός]/ekɪŋ/
noun
1. A dull persistent (usually moderately intense) pain
- synonym:
- ache ,
- aching
1. Ένας θαμπός επίμονος (συνήθως μέτρια ένταση) πόνος
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- πόνο
adjective
1. Causing a dull and steady pain
- "My aching head"
- "Her old achy joints"
- synonym:
- aching ,
- achy
1. Προκαλώντας έναν θαμπό και σταθερό πόνο
- "Το πονεμένο μου κεφάλι"
- "Οι παλιές πονεμένες αρθρώσεις της"
- συνώνυμο:
- πόνο ,
- άχι
Examples of using
My leg is aching.
Το πόδι μου πονάει.
My foot is aching.
Το πόδι μου πονάει.
She was aching all over.
Πονούσε παντού.