Translation meaning & definition of the word "acetone" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακετόνης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acetone
[Ακετόνη]/æsətoʊn/
noun
1. The simplest ketone
- A highly inflammable liquid widely used as an organic solvent and as material for making plastics
- synonym:
- acetone ,
- propanone ,
- dimethyl ketone
1. Η πιο απλή κετόνη
- Ένα εξαιρετικά εύφλεκτο υγρό που χρησιμοποιείται ευρέως ως οργανικός διαλύτης και ως υλικό για την παραγωγή πλαστικών
- συνώνυμο:
- ακετόνη ,
- προπανόνη ,
- διμεθυλοκετόνη
Examples of using
I think I forgot to rinse the condenser with acetone.
Νομίζω ότι ξέχασα να ξεπλύνω το συμπυκνωτή με ακετόνη.