Examples of using
Tom accused Mary of stealing.
Ο Τομ κατηγόρησε τη Μαίρη ότι έκλεψε.
Tom was accused of selling weapons to a terrorist group.
Ο Τομ κατηγορήθηκε ότι πούλησε όπλα σε τρομοκρατική ομάδα.
Tom was accused of collaborating with the enemy.
Ο Τομ κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τον εχθρό.
Tom accused Mary of stealing.
Ο Τομ κατηγόρησε τη Μαίρη ότι έκλεψε.
Tom accused Mary of being pig-headed.
Ο Τομ κατηγόρησε τη Μαίρη ότι είναι γουρουνόπουλος.
What am I being accused of?
Για ποιο πράγμα κατηγορούμαι?
The granddaughter of German painter Otto Dix accused Germany of never really having addressed the issue of works of art seized by the Nazis.
Η εγγονή του Γερμανού ζωγράφου Όττο Ντιξ κατηγόρησε τη Γερμανία ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε με το θέμα των έργων τέχνης που κατέλαβαν.
The accused tried to justify his actions.
Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να δικαιολογήσει τις πράξεις του.
The accused was sentenced to death.
Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε θάνατο.
The accused was found not guilty.
Ο κατηγορούμενος κρίθηκε αθώος.
She accused him of being late.
Τον κατηγόρησε ότι άργησε.
She accused her son of wasting his life.
Κατηγόρησε τον γιο της ότι έχασε τη ζωή του.
She accused me of making a mistake.
Με κατηγόρησε ότι έκανα λάθος.
She accused me of stealing her money.
Με κατηγόρησε ότι έκλεψα τα χρήματά της.
She accused me of telling a lie.
Με κατηγόρησε ότι έλεγα ψέματα.
He's being accused of kidnapping.
Κατηγορείται για απαγωγή.
He was accused of squandering public funds.
Κατηγορήθηκε για σπατάλη δημόσιων κονδυλίων.
She was accused of telling a lie.
Κατηγορήθηκε ότι έλεγε ψέματα.
He is accused of kidnapping.
Κατηγορείται για απαγωγή.
He accused me of having stolen his watch.
Με κατηγόρησε ότι του έκλεψε το ρολόι.