Translation meaning & definition of the word "accuracy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρίβεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accuracy
[Ακρίβεια]/ækjərəsi/
noun
1. The quality of being near to the true value
- "He was beginning to doubt the accuracy of his compass"
- "The lawyer questioned the truth of my account"
- synonym:
- accuracy ,
- truth
1. Η ποιότητα του να είσαι κοντά στην πραγματική αξία
- "Είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την ακρίβεια της πυξίδας του"
- "Ο δικηγόρος αμφισβήτησε την αλήθεια του λογαριασμού μου"
- συνώνυμο:
- ακρίβεια ,
- αλήθεια
2. (mathematics) the number of significant figures given in a number
- "The atomic clock enabled scientists to measure time with much greater accuracy"
- synonym:
- accuracy
2. ( μαθηματικά) ο αριθμός των σημαντικών αριθμών που δίνονται σε έναν αριθμό
- "Το ατομικό ρολόι επέτρεψε στους επιστήμονες να μετρήσουν το χρόνο με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια"
- συνώνυμο:
- ακρίβεια
Examples of using
I can give you a copy of the report, but I can't vouch for its accuracy.
Μπορώ να σας δώσω ένα αντίγραφο της έκθεσης, αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ για την ακρίβειά της.
I began to doubt the accuracy of his statement.
Άρχισα να αμφιβάλλω για την ακρίβεια της δήλωσής του.