Translation meaning & definition of the word "accumulate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συσσωρεύστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accumulate
[Συσσωρεύω]/əkjumjəlet/
verb
1. Get or gather together
- "I am accumulating evidence for the man's unfaithfulness to his wife"
- "She is amassing a lot of data for her thesis"
- "She rolled up a small fortune"
- synonym:
- roll up ,
- collect ,
- accumulate ,
- pile up ,
- amass ,
- compile ,
- hoard
1. Συγκεντρωθείτε ή συγκεντρωθείτε
- "Συγκεντρώνω αποδείξεις για την απιστία του άνδρα στη σύζυγό του"
- "Συγκεντρώνει πολλά δεδομένα για τη διατριβή της"
- "Κατέστρωσε μια μικρή περιουσία"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- συλλέγω ,
- συσσωρεύω ,
- αποθηκεύω
2. Collect or gather
- "Journals are accumulating in my office"
- "The work keeps piling up"
- synonym:
- accumulate ,
- cumulate ,
- conglomerate ,
- pile up ,
- gather ,
- amass
2. Συλλέξτε ή συγκεντρώστε
- "Τα περιοδικά συσσωρεύονται στο γραφείο μου"
- "Η δουλειά συνεχίζει να συσσωρεύεται"
- συνώνυμο:
- συσσωρεύω ,
- συγκεντρώνω
Examples of using
We accumulate our opinions at an age when our understanding is at its weakest.
Συσσωρεύουμε τις απόψεις μας σε μια εποχή που η κατανόησή μας βρίσκεται στο πιο αδύναμο σημείο της.