Translation meaning & definition of the word "accrue" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αληθινή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accrue
[Επαληθεύω]/əkru/
verb
1. Grow by addition
- "The interest accrues"
- synonym:
- accrue
1. Αναπτυχθούν με την προσθήκη
- "Το ενδιαφέρον προκύπτει"
- συνώνυμο:
- προετοιμάζω
2. Come into the possession of
- "The house accrued to the oldest son"
- synonym:
- accrue ,
- fall
2. Ελάτε στην κατοχή του
- "Το σπίτι προερχόταν από τον μεγαλύτερο γιο"
- συνώνυμο:
- προετοιμάζω ,
- πέφτω
Examples of using
Many advantages accrue to society from the freedom of speech.
Πολλά πλεονεκτήματα προέρχονται από την κοινωνία από την ελευθερία του λόγου.