Translation meaning & definition of the word "accounting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accounting
[Λογιστική]/əkaʊntɪŋ/
noun
1. A convincing explanation that reveals basic causes
- "He was unable to give a clear accounting for his actions"
- synonym:
- accounting
1. Μια πειστική εξήγηση που αποκαλύπτει βασικές αιτίες
- "Δεν μπόρεσε να δώσει μια σαφή λογιστική για τις πράξεις του"
- συνώνυμο:
- λογιστική
2. A system that provides quantitative information about finances
- synonym:
- accounting
2. Ένα σύστημα που παρέχει ποσοτικές πληροφορίες σχετικά με τα οικονομικά
- συνώνυμο:
- λογιστική
3. The occupation of maintaining and auditing records and preparing financial reports for a business
- synonym:
- accountancy ,
- accounting
3. Την απασχόληση της διατήρησης και του ελέγχου των αρχείων και την προετοιμασία οικονομικών εκθέσεων για μια επιχείρηση
- συνώνυμο:
- λογιστική
4. A bookkeeper's chronological list of related debits and credits of a business
- Forms part of a ledger of accounts
- synonym:
- accounting ,
- accounting system ,
- method of accounting
4. Χρονολογικός κατάλογος σχετικών χρεώσεων και πιστώσεων μιας επιχείρησης
- Αποτελεί μέρος ενός προεξέχοντος λογαριασμού
- συνώνυμο:
- λογιστική ,
- λογιστικό σύστημα ,
- μέθοδος λογιστικής
5. A statement of recent transactions and the resulting balance
- "They send me an accounting every month"
- synonym:
- account ,
- accounting ,
- account statement
5. Δήλωση πρόσφατων συναλλαγών και το προκύπτον υπόλοιπο
- "Μου στέλνουν λογιστική κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- λογιστική ,
- δήλωση λογαριασμού