Translation meaning & definition of the word "accountant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accountant
[Λογιστής]/əkaʊntənt/
noun
1. Someone who maintains and audits business accounts
- synonym:
- accountant ,
- comptroller ,
- controller
1. Κάποιος που διατηρεί και ελέγχει επιχειρηματικούς λογαριασμούς
- συνώνυμο:
- λογιστήσ ,
- ελεγκτήσ ,
- ελεγκτής
Examples of using
No suspicion may be attached to the accountant.
Καμία υποψία δεν μπορεί να επισυνάπτεται στον λογιστή.