Translation meaning & definition of the word "accountable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accountable
[Υπεύθυνοσ]/əkaʊntəbəl/
adjective
1. Liable to account for one's actions
- "Governments must be accountable to someone beside themselves"
- "Fully accountable for what they did"
- "The court held the parents answerable for their minor child's acts of vandalism"
- "He was answerable to no one"
- synonym:
- accountable
1. Υποχρέωση λογαριασμού για τις ενέργειες κάποιου
- "Οι κυβερνήσεις πρέπει να είναι υπόλογες σε κάποιον εκτός του εαυτού τους"
- "Πλήρως υπεύθυνοι για αυτό που έκαναν"
- "Το δικαστήριο έκρινε τους γονείς υπόλογους για τις πράξεις βανδαλισμού του ανήλικου παιδιού τους"
- "Δεν ήταν υπόλογος σε κανέναν"
- συνώνυμο:
- υπεύθυνος