Translation meaning & definition of the word "accountability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογοδοσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accountability
[Λογοδοσία]/əkaʊntəbɪlɪti/
noun
1. Responsibility to someone or for some activity
- synonym:
- accountability ,
- answerability ,
- answerableness
1. Ευθύνη προς κάποιον ή για κάποια δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- λογοδοσία ,
- λυτότητα ,
- λογικότητα