Translation meaning & definition of the word "account" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λογαριασμός" στην ελληνική γλώσσα
Account
[Λογαριασμός]noun
1. A record or narrative description of past events
- "A history of france"
- "He gave an inaccurate account of the plot to kill the president"
- "The story of exposure to lead"
- synonym:
- history ,
- account ,
- chronicle ,
- story
1. Μια αφηγηματική περιγραφή των προηγούμενων γεγονότων
- "Μια ιστορία της γαλλίας"
- "Έδωσε μια ανακριβή αφήγηση της συνωμοσίας για να σκοτώσει τον πρόεδρο"
- "Η ιστορία της έκθεσης σε μόλυβδο"
- συνώνυμο:
- ιστορία ,
- λογαριασμός ,
- χρονικό
2. A short account of the news
- "The report of his speech"
- "The story was on the 11 o'clock news"
- "The account of his speech that was given on the evening news made the governor furious"
- synonym:
- report ,
- news report ,
- story ,
- account ,
- write up
2. Σύντομος απολογισμός των ειδήσεων
- "Η έκθεση της ομιλίας του"
- "Η ιστορία ήταν στις 11 η ώρα ειδήσεις"
- "Η αφήγηση της ομιλίας του που δόθηκε στις βραδινές ειδήσεις έκανε τον κυβερνήτη έξαλλο"
- συνώνυμο:
- έκθεση ,
- ειδησεογραφική έκθεση ,
- ιστορία ,
- λογαριασμός ,
- γράφω
3. A formal contractual relationship established to provide for regular banking or brokerage or business services
- "He asked to see the executive who handled his account"
- synonym:
- account ,
- business relationship
3. Μια επίσημη συμβατική σχέση που καθιερώνεται για την παροχή τακτικών τραπεζικών ή μεσιτικών ή επιχειρηματικών υπηρεσιών
- "Ζήτησε να δει τον εκτελεστικό που χειρίστηκε το λογαριασμό του"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- επιχειρηματική σχέση
4. A statement that makes something comprehensible by describing the relevant structure or operation or circumstances etc.
- "The explanation was very simple"
- "I expected a brief account"
- synonym:
- explanation ,
- account
4. Μια δήλωση που κάνει κάτι κατανοητό περιγράφοντας τη σχετική δομή ή λειτουργία ή τις περιστάσεις κ.λπ.
- "Η εξήγηση ήταν πολύ απλή"
- "Περίμενα ένα σύντομο λογαριασμό"
- συνώνυμο:
- εξήγηση ,
- λογαριασμός
5. Grounds
- "Don't do it on my account"
- "The paper was rejected on account of its length"
- "He tried to blame the victim but his success on that score was doubtful"
- synonym:
- score ,
- account
5. Λόγοι
- "Μην το κάνετε στο λογαριασμό μου"
- "Το έγγραφο απορρίφθηκε λόγω του μήκους του"
- "Προσπάθησε να κατηγορήσει το θύμα, αλλά η επιτυχία του σε αυτό το σκορ ήταν αμφίβολη"
- συνώνυμο:
- βαθμολογία ,
- λογαριασμός
6. Importance or value
- "A person of considerable account"
- "He predicted that although it is of small account now it will rapidly increase in importance"
- synonym:
- account
6. Σημασία ή αξία
- "Ένα άτομο με σημαντικό λογαριασμό"
- "Προέβλεψε ότι αν και είναι μικρού λογαριασμού τώρα θα αυξηθεί γρήγορα σε σημασία"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
7. A statement of recent transactions and the resulting balance
- "They send me an accounting every month"
- synonym:
- account ,
- accounting ,
- account statement
7. Δήλωση πρόσφατων συναλλαγών και το προκύπτον υπόλοιπο
- "Μου στέλνουν λογιστική κάθε μήνα"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- λογιστική ,
- δήλωση λογαριασμού
8. The act of informing by verbal report
- "He heard reports that they were causing trouble"
- "By all accounts they were a happy couple"
- synonym:
- report ,
- account
8. Η πράξη της ενημέρωσης με λεκτική αναφορά
- "Άκουσε αναφορές ότι προκαλούσαν προβλήματα"
- "Από όλους τους λογαριασμούς ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι"
- συνώνυμο:
- έκθεση ,
- λογαριασμός
9. An itemized statement of money owed for goods shipped or services rendered
- "He paid his bill and left"
- "Send me an account of what i owe"
- synonym:
- bill ,
- account ,
- invoice
9. Μια αναλυτική δήλωση χρημάτων που οφείλονται για αγαθά που αποστέλλονται ή υπηρεσίες που παρέχονται
- "Πλήρωσε το λογαριασμό του και έφυγε"
- "Στείλτε μου μια αφήγηση για το τι χρωστάω"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- τιμολόγιο
10. The quality of taking advantage
- "She turned her writing skills to good account"
- synonym:
- account
10. Η ποιότητα της εκμετάλλευσης
- "Μετέτρεψε τις δεξιότητες γραφής σε καλό λογαριασμό"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
verb
1. Be the sole or primary factor in the existence, acquisition, supply, or disposal of something
- "Passing grades account for half of the grades given in this exam"
- synonym:
- account
1. Να είναι ο μοναδικός ή πρωταρχικός παράγοντας στην ύπαρξη, απόκτηση, προμήθεια ή διάθεση κάποιου πράγματος
- "Οι βαθμοί παραγωγής αντιπροσωπεύουν τους μισούς από τους βαθμούς που δίνονται σε αυτή την εξέταση"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός
2. Keep an account of
- synonym:
- account ,
- calculate
2. Κρατώ λογαριασμό
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- υπολογίζω
3. To give an account or representation of in words
- "Discreet italian police described it in a manner typically continental"
- synonym:
- report ,
- describe ,
- account
3. Για να δώσετε ένα λογαριασμό ή αναπαράσταση με λέξεις
- "Η διακριτική ιταλική αστυνομία το περιέγραψε με τρόπο τυπικά ηπειρωτικό"
- συνώνυμο:
- έκθεση ,
- περιγράφω ,
- λογαριασμός
4. Furnish a justifying analysis or explanation
- "I can't account for the missing money"
- synonym:
- account ,
- answer for
4. Παρέχει μια αιτιολογημένη ανάλυση ή εξήγηση
- "Δεν μπορώ να εξηγήσω τα λείποντα χρήματα"
- συνώνυμο:
- λογαριασμός ,
- απάντηση για