Translation meaning & definition of the word "accordion" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακορντεόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accordion
[Ακορντεόν]/əkɔrdiən/
noun
1. A portable box-shaped free-reed instrument
- The reeds are made to vibrate by air from the bellows controlled by the player
- synonym:
- accordion ,
- piano accordion ,
- squeeze box
1. Ένα φορητό όργανο σε σχήμα κιβωτίου ελεύθερης φυλής
- Τα καλάμια γίνονται για να δονούνται αεροπορικώς από τους φυσητήρες που ελέγχονται από τον παίκτη
- συνώνυμο:
- ακορντεόν ,
- ακορντεόν πιάνου ,
- κουτί πίεσης