Translation meaning & definition of the word "accomplice" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμόρφωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accomplice
[Απλός]/əkɑmpləs/
noun
1. A person who joins with another in carrying out some plan (especially an unethical or illegal plan)
- synonym:
- accomplice ,
- confederate
1. Ένα άτομο που ενώνεται με ένα άλλο στην εκτέλεση κάποιου σχεδίου (ειδικά ένα ανήθικο ή παράνομο σχέδιο)
- συνώνυμο:
- συνεργός ,
- συνομοσπονδία