Translation meaning & definition of the word "accommodation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαμονή" στην ελληνική γλώσσα
Accommodation
[Διαμονή]noun
1. Making or becoming suitable
- Adjusting to circumstances
- synonym:
- adjustment ,
- accommodation ,
- fitting
1. Παραγωγή ή κατανόηση κατάλληλων
- Προσαρμογή στις περιστάσεις
- συνώνυμο:
- προσαρμογή ,
- διαμονή ,
- τοποθέτηση
2. A settlement of differences
- "They reached an accommodation with japan"
- synonym:
- accommodation
2. Μια διευθέτηση των διαφορών
- "Έφτασαν σε ένα κατάλυμα με την ιαπωνία"
- συνώνυμο:
- διαμονή
3. In the theories of jean piaget: the modification of internal representations in order to accommodate a changing knowledge of reality
- synonym:
- accommodation
3. Στις θεωρίες του ζαν πιάγκετ: η τροποποίηση των εσωτερικών αναπαραστάσεων με σκοπό την αλλαγή γνώσης της πραγματικότητας
- συνώνυμο:
- διαμονή
4. Living quarters provided for public convenience
- "Overnight accommodations are available"
- synonym:
- accommodation
4. Καθιστικά που παρέχονται για τη δημόσια ευκολία
- "Διανυκτερεύσεις είναι διαθέσιμα"
- συνώνυμο:
- διαμονή
5. The act of providing something (lodging or seat or food) to meet a need
- synonym:
- accommodation
5. Η πράξη της παροχής κάτι (διακόσμησης ή καθίσματος ή τροφίμων) για να καλύψει μια ανάγκη
- συνώνυμο:
- διαμονή
6. (physiology) the automatic adjustment in focal length of the natural lens of the eye
- synonym:
- accommodation
6. (φυσιολογία) η αυτόματη ρύθμιση στο εστιακό μήκος του φυσικού φακού του ματιού
- συνώνυμο:
- διαμονή