Translation meaning & definition of the word "accolade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνάντηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accolade
[Συνοδεύω]/ækəled/
noun
1. A tangible symbol signifying approval or distinction
- "An award for bravery"
- synonym:
- award ,
- accolade ,
- honor ,
- honour ,
- laurels
1. Ένα απτό σύμβολο που σημαίνει έγκριση ή διάκριση
- "Ένα βραβείο για τη γενναιότητα"
- συνώνυμο:
- βραβείο ,
- επαινώ ,
- τιμή ,
- δάφνεσ