Translation meaning & definition of the word "acclamation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαυμαστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acclamation
[Επίπληξη]/ækləmeʃən/
noun
1. Enthusiastic approval
- "The book met with modest acclaim"
- "He acknowledged the plaudits of the crowd"
- "They gave him more eclat than he really deserved"
- synonym:
- acclaim ,
- acclamation ,
- plaudits ,
- plaudit ,
- eclat
1. Ενθουσιώδης έγκριση
- "Το βιβλίο συναντήθηκε με μέτρια αναγνώριση"
- "Αναγνώρισε τις ευλογίες του πλήθους"
- "Του έδωσαν περισσότερη εκλεκτότητα από ό, τι άξιζε πραγματικά"
- συνώνυμο:
- αναγνωρίζω ,
- επαίνεση ,
- επιτίμηση ,
- πλεονεκτήματοσ ,
- εκλατ