Translation meaning & definition of the word "acclaim" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "απαιτώ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acclaim
[Αναγνωρίζω]/əklem/
noun
1. Enthusiastic approval
- "The book met with modest acclaim"
- "He acknowledged the plaudits of the crowd"
- "They gave him more eclat than he really deserved"
- synonym:
- acclaim ,
- acclamation ,
- plaudits ,
- plaudit ,
- eclat
1. Ενθουσιώδης έγκριση
- "Το βιβλίο γνώρισε μέτρια αναγνώριση"
- "Αναγνώρισε τα εύσημα του πλήθους"
- "Του έδωσαν περισσότερη έκλαση από όση πραγματικά του άξιζε"
- συνώνυμο:
- αναγνώριση ,
- βοή ,
- επαίνουσ ,
- επαίνουσα ,
- eclat
verb
1. Praise vociferously
- "The critics hailed the young pianist as a new rubinstein"
- synonym:
- acclaim ,
- hail ,
- herald
1. Επαινέστε έντονα
- "Οι κριτικοί χαιρέτησαν τον νεαρό πιανίστα ως νέο ρουμπινστάιν"
- συνώνυμο:
- αναγνώριση ,
- χαλάζι ,
- herald
2. Clap one's hands or shout after performances to indicate approval
- synonym:
- applaud ,
- clap ,
- spat ,
- acclaim
2. Χειροκροτήστε ή φωνάξτε μετά τις παραστάσεις για να υποδείξετε την έγκριση
- συνώνυμο:
- χειροκροτώ ,
- χειροκρότημα ,
- φτύστη ,
- αναγνώριση
Examples of using
Nelson Mandela was one of those rare people who manage to win universal acclaim throughout the world.
Ο Νέλσον Μαντέλα ήταν ένας από εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που καταφέρνουν να κερδίσουν την παγκόσμια αναγνώριση σε όλο τον κόσμο.