Translation meaning & definition of the word "accessible" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσβάσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accessible
[Προσβάσιμοσ]/æksɛsəbəl/
adjective
1. Capable of being reached
- "A town accessible by rail"
- synonym:
- accessible
1. Ικανό να επιτευχθεί
- "Μια πόλη προσβάσιμη με τρένο"
- συνώνυμο:
- προσβάσιμοσ
2. Capable of being read with comprehension
- "Readily accessible to the nonprofessional reader"
- "The tales seem more approachable than his more difficult novels"
- synonym:
- accessible ,
- approachable
2. Ικανό να διαβάζεται με κατανόηση
- "Εύκολα προσβάσιμο στον μη επαγγελματικό αναγνώστη"
- "Οι ιστορίες μοιάζουν πιο προσιτές από τα πιο δύσκολα μυθιστορήματά του"
- συνώνυμο:
- προσβάσιμοσ ,
- προσιτόσ
3. Easily obtained
- "Most students now have computers accessible"
- "Accessible money"
- synonym:
- accessible
3. Εύκολα λαμβάνεται
- "Οι περισσότεροι μαθητές έχουν πλέον πρόσβαση σε υπολογιστές"
- "Προσβάσιμα χρήματα"
- συνώνυμο:
- προσβάσιμοσ
4. Easy to get along with or talk to
- Friendly
- "An accessible and genial man"
- synonym:
- accessible
4. Εύκολο να τα πάτε καλά ή να μιλήσετε
- Φιλικός
- "Ένας προσιτός και γενικός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- προσβάσιμοσ
Examples of using
New York is accessible by train from Washington.
Η Νέα Υόρκη είναι προσβάσιμη με τρένο από την Ουάσινγκτον.