Translation meaning & definition of the word "accessibility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσβασιμότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accessibility
[Προσβασιμότητα]/æksɛsəbɪlɪti/
noun
1. The quality of being at hand when needed
- synonym:
- handiness ,
- accessibility ,
- availability ,
- availableness
1. Η ποιότητα του να είσαι στο χέρι όταν χρειάζεται
- συνώνυμο:
- ευγένεια ,
- προσβασιμότητα ,
- διαθεσιμότητα
2. The attribute of being easy to meet or deal with
- synonym:
- approachability ,
- accessibility
2. Το χαρακτηριστικό του να είναι εύκολο να συναντηθεί ή να αντιμετωπιστεί
- συνώνυμο:
- προσέγγισησ ,
- προσβασιμότητα