Translation meaning & definition of the word "access" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσβαση" στην ελληνική γλώσσα
Access
[Πρόσβαση]noun
1. The right to enter
- synonym:
- entree ,
- access ,
- accession ,
- admission ,
- admittance
1. Το δικαίωμα να εισέλθει
- συνώνυμο:
- παρεμβάλλω ,
- πρόσβαση ,
- προσχώρηση ,
- είσοδος
2. The right to obtain or make use of or take advantage of something (as services or membership)
- synonym:
- access
2. Το δικαίωμα να αποκτήσετε ή να χρησιμοποιήσετε ή να επωφεληθείτε από κάτι υπηρεσίες (α ή μέλος)
- συνώνυμο:
- πρόσβαση
3. A way of entering or leaving
- "He took a wrong turn on the access to the bridge"
- synonym:
- access ,
- approach
3. Τρόπος εισόδου ή αποχώρησης
- "Πήρε μια λανθασμένη στροφή για την πρόσβαση στη γέφυρα"
- συνώνυμο:
- πρόσβαση ,
- προσέγγιση
4. A code (a series of characters or digits) that must be entered in some way (typed or dialed or spoken) to get the use of something (a telephone line or a computer or a local area network etc.)
- synonym:
- access ,
- access code
4. Κωδικός (α σειρά χαρακτήρων ή ψηφίων) που πρέπει να εισαχθεί με κάποιο τρόπο (τυπημένο ή καλεσμένο ή προφορικό) για να χρησιμοποιήσετε κάτι ένα τοπικό δίκτυο περιοχής κ.λπ.)
- συνώνυμο:
- πρόσβαση ,
- κωδικός πρόσβασης
5. (computer science) the operation of reading or writing stored information
- synonym:
- access ,
- memory access
5. (επιστήμη υπολογιστών) η λειτουργία της ανάγνωσης ή της γραφής αποθηκευμένων πληροφοριών
- συνώνυμο:
- πρόσβαση ,
- πρόσβαση στη μνήμη
6. The act of approaching or entering
- "He gained access to the building"
- synonym:
- access
6. Η πράξη της προσέγγισης ή της εισόδου
- "Απέκτησε πρόσβαση στο κτίριο"
- συνώνυμο:
- πρόσβαση
verb
1. Obtain or retrieve from a storage device
- As of information on a computer
- synonym:
- access
1. Αποκτήστε ή ανακτήστε από μια συσκευή αποθήκευσης
- Πληροφορίες σε έναν υπολογιστή
- συνώνυμο:
- πρόσβαση
2. Reach or gain access to
- "How does one access the attic in this house?"
- "I cannot get to the t.v. antenna, even if i climb on the roof"
- synonym:
- access ,
- get at
2. Πρόσβαση ή απόκτηση πρόσβασης σε
- "Πώς μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στη σοφίτα σε αυτό το σπίτι?"
- "Δεν μπορώ να φτάσω στην κεραία τ.β., ακόμα και αν ανεβαίνω στην οροφή"
- συνώνυμο:
- πρόσβαση ,
- πηγαίνω