Translation meaning & definition of the word "acceptance" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδοχή" στην ελληνική γλώσσα
Acceptance
[Αποδοχή]noun
1. The mental attitude that something is believable and should be accepted as true
- "He gave credence to the gossip"
- "Acceptance of newtonian mechanics was unquestioned for 200 years"
- synonym:
- credence ,
- acceptance
1. Η διανοητική στάση ότι κάτι είναι πιστευτό και πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθινή
- "Έδωσε αξιοπιστία στο κουτσομπολιό"
- "Η αποδοχή της νευτώνειας μηχανικής ήταν αδιαμφισβήτητη για 200 χρόνια"
- συνώνυμο:
- αξιοπιστία ,
- αποδοχή
2. The act of accepting with approval
- Favorable reception
- "Its adoption by society"
- "The proposal found wide acceptance"
- synonym:
- adoption ,
- acceptance ,
- acceptation ,
- espousal
2. Η πράξη της αποδοχής με έγκριση
- Ευνοϊκή υποδοχή
- "Η υιοθέτησή του από την κοινωνία"
- "Η πρόταση βρήκε ευρεία αποδοχή"
- συνώνυμο:
- υιοθεσία ,
- αποδοχή ,
- εσπεριδοειδών
3. The state of being acceptable and accepted
- "Torn jeans received no acceptance at the country club"
- synonym:
- acceptance
3. Η κατάσταση του να είναι αποδεκτή και αποδεκτή
- "Τα τζιν στο σαγόνι δεν έλαβαν καμία αποδοχή στο κλαμπ της χώρας"
- συνώνυμο:
- αποδοχή
4. (contract law) words signifying consent to the terms of an offer (thereby creating a contract)
- synonym:
- acceptance
4. (συμβατική νομοθεσία) λέξεις που σημαίνουν συγκατάθεση στους όρους μιας προσφοράς (συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας σύμβασης)
- συνώνυμο:
- αποδοχή
5. Banking: a time draft drawn on and accepted by a bank
- synonym:
- acceptance ,
- banker's acceptance
5. Τραπεζική: ένα χρονοδιάγραμμα που αντλήθηκε και έγινε αποδεκτό από μια τράπεζα
- συνώνυμο:
- αποδοχή ,
- αποδοχή του τραπεζίτη
6. A disposition to tolerate or accept people or situations
- "All people should practice toleration and live together in peace"
- synonym:
- toleration ,
- acceptance ,
- sufferance
6. Διάθεση να ανεχτούμε ή να δεχτούμε ανθρώπους ή καταστάσεις
- "Όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ασκούν ανελευθέρωση και να ζουν μαζί ειρηνικά"
- συνώνυμο:
- ανεκτικότητα ,
- αποδοχή ,
- υποφέρουν
7. The act of taking something that is offered
- "Her acceptance of the gift encouraged him"
- "He anticipated their acceptance of his offer"
- synonym:
- acceptance
7. Η πράξη της ανάληψης κάτι που προσφέρεται
- "Η αποδοχή του δώρου τον ενθάρρυνε"
- "Περίμενε την αποδοχή της προσφοράς του"
- συνώνυμο:
- αποδοχή