Translation meaning & definition of the word "acceptable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδεκτό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acceptable
[Αποδεκτόσ]/æksɛptəbəl/
adjective
1. Worthy of acceptance or satisfactory
- "Acceptable levels of radiation"
- "Performances varied from acceptable to excellent"
- synonym:
- acceptable
1. Αντάξια αποδοχής ή ικανοποιητικής
- "Αποδεκτά επίπεδα ακτινοβολίας"
- "Οι εξαγωγές ποικίλλουν από αποδεκτές έως εξαιρετικές"
- συνώνυμο:
- αποδεκτός
2. Judged to be in conformity with approved usage
- "Acceptable english usage"
- synonym:
- acceptable
2. Κρίνεται ότι είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη χρήση
- "Αποδεκτή αγγλική χρήση"
- συνώνυμο:
- αποδεκτός
3. Meeting requirements
- "The step makes a satisfactory seat"
- synonym:
- satisfactory ,
- acceptable
3. Απαιτήσεις πληρωμής
- "Το βήμα κάνει μια ικανοποιητική θέση"
- συνώνυμο:
- ικανοποιητικός ,
- αποδεκτός
4. Adequate for the purpose
- "The water was acceptable for drinking"
- synonym:
- acceptable
4. Επαρκής για το σκοπό
- "Το νερό ήταν αποδεκτό για πόσιμο"
- συνώνυμο:
- αποδεκτός
Examples of using
That's just not acceptable.
Αυτό είναι απλά απαράδεκτο.
This is not acceptable.
Αυτό δεν είναι αποδεκτό.
Is this acceptable?
Είναι αποδεκτό αυτό?