Translation meaning & definition of the word "acceptability" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποδοχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Acceptability
[Αποδοχή]/əksɛptəbɪləti/
noun
1. Satisfactoriness by virtue of conforming to approved standards
- synonym:
- acceptability ,
- acceptableness
1. Ικανοποίηση δυνάμει της συμμόρφωσης με τα εγκεκριμένα πρότυπα
- συνώνυμο:
- αποδοχή ,
- αποδεκτό
Examples of using
The treatment's acceptability plummeted by nearly 100% that year after researchers discovered disfiguring side effects.
Η αποδοχή της θεραπείας έπεσε κατακόρυφα κατά σχεδόν 100% εκείνο το έτος, αφού οι ερευνητές ανακάλυψαν παρενέργειες.
The treatment's acceptability plummeted by nearly 96% that year after researchers discovered disfiguring side effects.
Η δυνατότητα αποδοχής της θεραπείας μειώθηκε κατά σχεδόν 96% εκείνο το έτος, αφού οι ερευνητές ανακάλυψαν παρενέργειες.