Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "accept" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "αποδοχή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Accept

[Αποδέχομαι]
/æksɛpt/

verb

1. Consider or hold as true

  • "I cannot accept the dogma of this church"
  • "Accept an argument"
    synonym:
  • accept

1. Θεωρήστε ή κρατήστε ως αληθινό

  • "Δεν μπορώ να δεχτώ το δόγμα αυτής της εκκλησίας"
  • "Δεχτείτε ένα επιχείρημα"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι

2. Receive willingly something given or offered

  • "The only girl who would have him was the miller's daughter"
  • "I won't have this dog in my house!"
  • "Please accept my present"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • take
  • ,
  • have

2. Λάβετε πρόθυμα κάτι που δόθηκε ή προσφέρθηκε

  • "Το μόνο κορίτσι που θα τον είχε ήταν η κόρη του μυλωνά"
  • "Δεν θα έχω αυτό το σκυλί στο σπίτι μου!"
  • "Παρακαλώ δεχτείτε το δώρο μου"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • έχουν

3. Give an affirmative reply to

  • Respond favorably to
  • "I cannot accept your invitation"
  • "I go for this resolution"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • consent
  • ,
  • go for

3. Δώστε καταφατική απάντηση στο

  • Ανταποκριθεί ευνοϊκά στην
  • "Δεν μπορώ να δεχτώ την πρόσκλησή σας"
  • "Πάω για αυτό το ψήφισμα"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • συναίνεση
  • ,
  • πηγαίνω για

4. React favorably to

  • Consider right and proper
  • "People did not accept atonal music at that time"
  • "We accept the idea of universal health care"
    synonym:
  • accept

4. Αντιδράστε ευνοϊκά στην

  • Να θεωρείτε σωστό και σωστό
  • "Οι άνθρωποι δεν δέχονταν την ατονική μουσική εκείνη την εποχή"
  • "Αποδεχόμαστε την ιδέα της καθολικής υγειονομικής περίθαλψης"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι

5. Admit into a group or community

  • "Accept students for graduate study"
  • "We'll have to vote on whether or not to admit a new member"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • admit
  • ,
  • take
  • ,
  • take on

5. Είσοδος σε ομάδα ή κοινότητα

  • "Δεχτείτε φοιτητές για μεταπτυχιακές σπουδές"
  • "Θα πρέπει να ψηφίσουμε για την αποδοχή ή όχι ενός νέου μέλους"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • παραδέχομαι
  • ,
  • παίρνω
  • ,
  • αναλαμβάνω

6. Take on as one's own the expenses or debts of another person

  • "I'll accept the charges"
  • "She agreed to bear the responsibility"
    synonym:
  • bear
  • ,
  • take over
  • ,
  • accept
  • ,
  • assume

6. Αναλάβει ως δικό του τα έξοδα ή τα χρέη ενός άλλου ατόμου

  • "Θα δεχτώ τις κατηγορίες"
  • "Συμφώνησε να φέρει την ευθύνη"
    συνώνυμο:
  • αρκούδα
  • ,
  • αναλαμβάνω
  • ,
  • αποδέχομαι
  • ,
  • υποθέτω

7. Tolerate or accommodate oneself to

  • "I shall have to accept these unpleasant working conditions"
  • "I swallowed the insult"
  • "She has learned to live with her husband's little idiosyncrasies"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • live with
  • ,
  • swallow

7. Ανέχεται ή φιλοξενεί τον εαυτό του

  • "Θα πρέπει να δεχτώ αυτές τις δυσάρεστες συνθήκες εργασίας"
  • "Κατάπια την προσβολή"
  • "Έχει μάθει να ζει με τις μικρές ιδιοσυγκρασίες του συζύγου της"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • ζω με
  • ,
  • καταπίνω

8. Be designed to hold or take

  • "This surface will not take the dye"
    synonym:
  • accept
  • ,
  • take

8. Να είναι σχεδιασμένο να κρατάει ή να παίρνει

  • "Αυτή η επιφάνεια δεν θα πάρει τη βαφή"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι
  • ,
  • παίρνω

9. Receive (a report) officially, as from a committee

    synonym:
  • accept

9. Λάβετε (αναφορά) επίσημα, από επιτροπή

    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι

10. Make use of or accept for some purpose

  • "Take a risk"
  • "Take an opportunity"
    synonym:
  • take
  • ,
  • accept

10. Κάντε χρήση ή αποδεχτείτε για κάποιο σκοπό

  • "Πάρε ρίσκο"
  • "Πάρε μια ευκαιρία"
    συνώνυμο:
  • παίρνω
  • ,
  • αποδέχομαι

11. Be sexually responsive to, used of a female domesticated mammal

  • "The cow accepted the bull"
    synonym:
  • accept

11. Να ανταποκρίνεστε σεξουαλικά σε ένα θηλυκό εξημερωμένο θηλαστικό

  • "Η αγελάδα δέχτηκε τον ταύρο"
    συνώνυμο:
  • αποδέχομαι

Examples of using

After much reflection, I decided not to accept the offer.
Μετά από πολύ προβληματισμό, αποφάσισα να μην δεχτώ την προσφορά.
We refused to accept Tom's resignation.
Αρνηθήκαμε να δεχτούμε την παραίτηση του Τομ.
Please accept my sincere apologies for my impertinence.
Παρακαλώ δεχτείτε την ειλικρινή μου συγγνώμη για την αυθάδειά μου.