Translation meaning & definition of the word "accent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "άκεντρο" στην ελληνική γλώσσα
Accent
[Προφορά]noun
1. Distinctive manner of oral expression
- "He couldn't suppress his contemptuous accent"
- "She had a very clear speech pattern"
- synonym:
- accent ,
- speech pattern
1. Διακριτικός τρόπος προφορικής έκφρασης
- "Δεν μπορούσε να καταστείλει την περιφρονητική του προφορά"
- "Είχε ένα πολύ σαφές μοτίβο ομιλίας"
- συνώνυμο:
- προφορά ,
- πρότυπο ομιλίας
2. Special importance or significance
- "The red light gave the central figure increased emphasis"
- "The room was decorated in shades of grey with distinctive red accents"
- synonym:
- emphasis ,
- accent
2. Ιδιαίτερη σημασία ή σημασία
- "Το κόκκινο φως έδωσε στην κεντρική φιγούρα αυξημένη έμφαση"
- "Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο σε αποχρώσεις του γκρι με διακριτικές κόκκινες πινελιές"
- συνώνυμο:
- έμφαση ,
- προφορά
3. The usage or vocabulary that is characteristic of a specific group of people
- "The immigrants spoke an odd dialect of english"
- "He has a strong german accent"
- "It has been said that a language is a dialect with an army and navy"
- synonym:
- dialect ,
- idiom ,
- accent
3. Η χρήση ή το λεξιλόγιο που είναι χαρακτηριστικό μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
- "Οι μετανάστες μιλούσαν μια περίεργη διάλεκτο της αγγλικής γλώσσας"
- "Έχει μια ισχυρή γερμανική προφορά"
- "Λέγεται ότι μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος με στρατό και ναυτικό"
- συνώνυμο:
- διάλεκτος ,
- ιδίωμα ,
- προφορά
4. The relative prominence of a syllable or musical note (especially with regard to stress or pitch)
- "He put the stress on the wrong syllable"
- synonym:
- stress ,
- emphasis ,
- accent
4. Η σχετική προβολή μιας συλλαβής ή μουσικής νότας ( ειδικά όσον αφορά το άγχος ή το βη)
- "Έβαλε το άγχος στη λάθος συλλαβή"
- συνώνυμο:
- άγχος ,
- έμφαση ,
- προφορά
5. A diacritical mark used to indicate stress or placed above a vowel to indicate a special pronunciation
- synonym:
- accent ,
- accent mark
5. Ένα διακριτικό σημάδι που χρησιμοποιείται για να δείξει άγχος ή τοποθετείται πάνω από ένα φωνήεν για να υποδείξει μια ειδική προφορά
- συνώνυμο:
- προφορά ,
- σημάδι προφοράς
verb
1. To stress, single out as important
- "Dr. jones emphasizes exercise in addition to a change in diet"
- synonym:
- stress ,
- emphasize ,
- emphasise ,
- punctuate ,
- accent ,
- accentuate
1. Για να τονίσω, ξεχωρίστε εξίσου σημαντικά
- "Δρ. ο τζόουνς δίνει έμφαση στην άσκηση εκτός από μια αλλαγή στη διατροφή"
- συνώνυμο:
- άγχος ,
- τονίζω ,
- τοποθετώ ,
- προφορά
2. Put stress on
- Utter with an accent
- "In farsi, you accent the last syllable of each word"
- synonym:
- stress ,
- accent ,
- accentuate
2. Βάζω πίεση
- Απολυμάνετε με προφορά
- "Στη φαρσί, τονίζετε την τελευταία συλλαβή κάθε λέξης"
- συνώνυμο:
- άγχος ,
- προφορά ,
- τονίζω