Translation meaning & definition of the word "accelerator" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιταχυντής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accelerator
[Επιταχυντήσ]/æksɛləretər/
noun
1. A pedal that controls the throttle valve
- "He stepped on the gas"
- synonym:
- accelerator ,
- accelerator pedal ,
- gas pedal ,
- gas ,
- throttle ,
- gun
1. Ένα πεντάλ που ελέγχει τη βαλβίδα του γκαζιού
- "Πάτησε πάνω στο αέριο"
- συνώνυμο:
- επιταχυντήσ ,
- πεντάλ επιταχυντή ,
- πεντάλ αερίου ,
- αέριο ,
- βάλτο ,
- όπλο
2. A valve that regulates the supply of fuel to the engine
- synonym:
- accelerator ,
- throttle ,
- throttle valve
2. Μια βαλβίδα που ρυθμίζει την παροχή καυσίμου στον κινητήρα
- συνώνυμο:
- επιταχυντήσ ,
- βάλτο ,
- βαλβίδα ρυθμιστικών ρυθμιστικών ρυθμιστικών
3. (chemistry) a substance that initiates or accelerates a chemical reaction without itself being affected
- synonym:
- catalyst ,
- accelerator
3. (χημεία) μια ουσία που ξεκινά ή επιταχύνει μια χημική αντίδραση χωρίς να επηρεάζεται
- συνώνυμο:
- καταλύτης ,
- επιταχυντήσ
4. A scientific instrument that increases the kinetic energy of charged particles
- synonym:
- accelerator ,
- particle accelerator ,
- atom smasher
4. Ένα επιστημονικό όργανο που αυξάνει την κινητική ενέργεια των φορτισμένων σωματιδίων
- συνώνυμο:
- επιταχυντήσ ,
- επιταχυντής σωματιδίων ,
- ατομολόγοσ