Translation meaning & definition of the word "accelerate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτάχυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Accelerate
[Επιταχύνω]/æksɛləret/
verb
1. Move faster
- "The car accelerated"
- synonym:
- accelerate ,
- speed up ,
- speed ,
- quicken
1. Κινηθείτε πιο γρήγορα
- "Το αυτοκίνητο επιταχύνθηκε"
- συνώνυμο:
- επιταχύνω ,
- ταχύτητα
2. Cause to move faster
- "He accelerated the car"
- synonym:
- accelerate ,
- speed ,
- speed up
2. Αιτία να κινηθεί πιο γρήγορα
- "Επιτάχυνε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- επιταχύνω ,
- ταχύτητα