Translation meaning & definition of the word "academic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακαδημαϊκός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Academic
[Ακαδημαϊκός]/ækədɛmɪk/
noun
1. An educator who works at a college or university
- synonym:
- academician ,
- academic ,
- faculty member
1. Ένας εκπαιδευτικός που εργάζεται σε κολέγιο ή πανεπιστήμιο
- συνώνυμο:
- ακαδημαϊκός ,
- μέλος της σχολής
adjective
1. Associated with academia or an academy
- "The academic curriculum"
- "Academic gowns"
- synonym:
- academic
1. Συνδέεται με την ακαδημία ή την ακαδημία
- "Το ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών"
- "Ακαδημαϊκά φορέματα"
- συνώνυμο:
- ακαδημαϊκός
2. Hypothetical or theoretical and not expected to produce an immediate or practical result
- "An academic discussion"
- "An academic question"
- synonym:
- academic
2. Υποθετικό ή θεωρητικό και δεν αναμένεται να παράγει άμεσο ή πρακτικό αποτέλεσμα
- "Ακαδημαϊκή συζήτηση"
- "Ακαδημαϊκό ερώτημα"
- συνώνυμο:
- ακαδημαϊκός
3. Marked by a narrow focus on or display of learning especially its trivial aspects
- synonym:
- academic ,
- donnish ,
- pedantic
3. Χαρακτηρίζεται από μια στενή εστίαση ή επίδειξη της μάθησης, ειδικά τις ασήμαντες πτυχές της
- συνώνυμο:
- ακαδημαϊκός ,
- ντονίκ ,
- πενταντικό
Examples of using
Debate is an academic game between the affirmative and the negative.
Η συζήτηση είναι ένα ακαδημαϊκό παιχνίδι μεταξύ του καταφατικού και του αρνητικού.