Translation meaning & definition of the word "abuser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χρήστης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Abuser
[Κακοποιητήσ]/əbjuzər/
noun
1. Someone who abuses
- synonym:
- abuser ,
- maltreater
1. Κάποιος που κακοποιεί
- συνώνυμο:
- κακοποιών ,
- κακομεταχείρισησ