Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "abuse" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάχρηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Abuse

[Κατάχρηση]
/əbjus/

noun

1. Cruel or inhumane treatment

  • "The child showed signs of physical abuse"
    synonym:
  • maltreatment
  • ,
  • ill-treatment
  • ,
  • ill-usage
  • ,
  • abuse

1. Σκληρή ή απάνθρωπη μεταχείριση

  • "Το παιδί έδειξε σημάδια σωματικής κακοποίησης"
    συνώνυμο:
  • κακοποίηση
  • ,
  • κακομεταχείριση
  • ,
  • κακή χρήση

2. A rude expression intended to offend or hurt

  • "When a student made a stupid mistake he spared them no abuse"
  • "They yelled insults at the visiting team"
    synonym:
  • abuse
  • ,
  • insult
  • ,
  • revilement
  • ,
  • contumely
  • ,
  • vilification

2. Μια αγενής έκφραση που προορίζεται να προσβάλει ή να βλάψει

  • "Όταν ένας μαθητής έκανε ένα ηλίθιο λάθος, δεν τους είχε γλιτώσει από καμία κακοποίηση"
  • "Φώναζαν προσβολές στην ομάδα επισκεπτών"
    συνώνυμο:
  • κακοποίηση
  • ,
  • προσβολή
  • ,
  • επανεκτίμηση
  • ,
  • ανεπαίσθητα
  • ,
  • εξαπάτηση

3. Improper or excessive use

  • "Alcohol abuse"
  • "The abuse of public funds"
    synonym:
  • misuse
  • ,
  • abuse

3. Ακατάλληλη ή υπερβολική χρήση

  • "Κατάχρηση αλκοόλ"
  • "Κατάχρηση δημόσιων κονδυλίων"
    συνώνυμο:
  • κατάχρηση
  • ,
  • κακοποίηση

verb

1. Treat badly

  • "This boss abuses his workers"
  • "She is always stepping on others to get ahead"
    synonym:
  • mistreat
  • ,
  • maltreat
  • ,
  • abuse
  • ,
  • ill-use
  • ,
  • step
  • ,
  • ill-treat

1. Αντιμετωπίζω άσχημα

  • "Αυτό το αφεντικό κακοποιεί τους εργάτες του"
  • "Πάντα πατάει στους άλλους για να προχωρήσει"
    συνώνυμο:
  • κακομεταχειρίζομαι
  • ,
  • κακοποιώ
  • ,
  • κακοποίηση
  • ,
  • κακή χρήση
  • ,
  • βήμα

2. Change the inherent purpose or function of something

  • "Don't abuse the system"
  • "The director of the factory misused the funds intended for the health care of his workers"
    synonym:
  • pervert
  • ,
  • misuse
  • ,
  • abuse

2. Αλλάξτε τον εγγενή σκοπό ή τη λειτουργία κάποιου πράγματος

  • "Μην καταχραστείτε το σύστημα"
  • "Ο διευθυντής του εργοστασίου χρησιμοποίησε καταχρηστικά τα κεφάλαια που προορίζονταν για την υγειονομική περίθαλψη των εργαζομένων του"
    συνώνυμο:
  • διεστραμμένοσ
  • ,
  • κατάχρηση
  • ,
  • κακοποίηση

3. Use foul or abusive language towards

  • "The actress abused the policeman who gave her a parking ticket"
  • "The angry mother shouted at the teacher"
    synonym:
  • abuse
  • ,
  • clapperclaw
  • ,
  • blackguard
  • ,
  • shout

3. Χρησιμοποιήστε φάουλ ή καταχρηστική γλώσσα για

  • "Η ηθοποιός κακοποίησε τον αστυνομικό που της έδωσε ένα εισιτήριο στάθμευσης"
  • "Η θυμωμένη μητέρα φώναξε στο δάσκαλο"
    συνώνυμο:
  • κακοποίηση
  • ,
  • παλαμάκι
  • ,
  • μαυροφύλακας
  • ,
  • φωνάζω

4. Use wrongly or improperly or excessively

  • "Her husband often abuses alcohol"
  • "While she was pregnant, she abused drugs"
    synonym:
  • abuse

4. Χρησιμοποιήστε λανθασμένα ή ακατάλληλα ή υπερβολικά

  • "Ο σύζυγός της συχνά καταχραστεί το αλκοόλ"
  • "Ενώ ήταν έγκυος, έκανε κατάχρηση ναρκωτικών"
    συνώνυμο:
  • κακοποίηση

Examples of using

How long, O Catiline, will you abuse our patience?
Πόσο καιρό, Κατιλίνα, θα καταχραστείς την υπομονή μας?
They're against animal abuse.
Είναι ενάντια στην κακοποίηση ζώων.
He flung a stream of abuse at me.
Μου έκανε μια ροή κακοποίησης.